γαυροτης

γαυροτης
    γαυρότης
    -ητος ἥ
    1) веселье, резвость
    

(παρασκιρτᾶν ὑπὸ γαυρότητος Plut.)

    2) дикий шум, иступленные крики
    

(τῇ γαυρότητι τῶν πολεμίων ἀποτραπέσθαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γαυροτης" в других словарях:

  • γαυρότης — γαυρότης, η (Α) [γαύρος] 1. η έπαρση, η αλαζονεία 2. η θορυβώδης επίδειξη …   Dictionary of Greek

  • γαυρότης — exultation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυρότητι — γαυρότης exultation fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυρότητος — γαυρότης exultation fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»